καψαλίζω

καψαλίζω
καψαλίζω, καψάλισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… …   Dictionary of Greek

  • καψαλίζω — καψάλισα, καψαλίστηκα, καψαλισμένος, καίω την επιφάνεια κάποιου αντικειμένου, τσουρουφλίζω: Η γάτα καψαλίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφεύω — ἀφεύω (Α) 1. καψαλίζω, τσουρουφλίζω 2. καίω εντελώς, ως τη ρίζα 3. ψήνω, μαγειρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + εύω «καψαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] …   Dictionary of Greek

  • ακαψάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει καψαλιστεί 2. αφρυγάνιαστος «ψωμί ακαψάλιστο» 3. «χωράφι ακαψάλιστο» χωράφι, τού οποίου δεν έκαψαν τα καλάμια μετά τον θερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + < καψαλιστός < καψαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • είλη — (I) εἴλη, η (Α) ίλη (ιππικού). (II) εἴλη, η (Α) 1. η θερμότητα τού ήλιου 2. άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < *Fhelā < *hFelā) με προθηματικό φωνήεν (*e Fhέλā). Ο τύπος *Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο… …   Dictionary of Greek

  • εγκαίω — ἐγκαίω (Α) 1. καίω, θερμαίνω 2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω 3. (για τον ήλιο) καψαλίζω 4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί 5. βάζω φωτιά σε κάτι 6. (για πάθος) φλογίζω 7. προσφέρω θυσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”